Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Διαμόρφωση Εθνικών Πολιτικών για την Ανοικτή Πρόσβαση στα Επιστημονικά Δεδομένα

Tο Εθνικό Κέντρο Tεκμηρίωσης (EKT) διοργανώνει Ημερίδα με θέμα "Διαμόρφωση εθνικών πολιτικών για την Ανοικτή Πρόσβαση" την Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012 στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Αμφιθέατρο Λεωνίδας Ζέρβας). Στόχος της εκδήλωσης, η οποία διοργανώνεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού έργου MedOANet, είναι να παρουσιάσει τις τρέχουσες πολιτικές και καλές πρακτικές που εφαρμόζονται διεθνώς στον τομέα της Ανοικτής Πρόσβασης στην επιστημονική γνώση, να ενημερώσει για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, και να συμβάλει στη συντονισμένη υιοθέτηση πολιτικών Ανοικτής Πρόσβασης στη χώρα.

http://www.openaccess.gr/conferences/workshop2012/ 

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Ανοιχτή πρόσκληση υποβολής προτάσεων για το 2ο Συνέδριο Δημόσιας Πολιτικής & Θεσμών

Το Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής & Θεσμών τού Παντείου Πανεπιστημίου και το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΑΤΕΙ Καλαμάτας, διοργανώνουν
τον Δεκέμβριο του 2012, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
το 2ο Συνέδριο Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών με θέμα:

Συνέχειες και Ασυνέχειες στο Ελληνικό Κράτος, την Οικονομία, και την Κοινωνία [1945-2012]

Η Οργανωτική & Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλλουν ηλεκτρονικά τον τίτλο της πρότασής τους καθώς
και μια  περίληψη στα ελληνικά, μέχρι 250 λέξεις, στην  ηλεκτρονική διεύθυνση: 2osynedriothesmon@gmail.com
με την ένδειξη 2ο Συνέδριο ως τις 15  Οκτωβρίου.

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Επιστημονικές δημοσιεύσεις σε Ελεύθερα Ψηφιακά Αποθετήρια με δημόσιο χαρακτήρα


του Θεόδωρου Ν. Τσέκου*

Ραγδαία εξελίσσεται η υπόθεση της ανοικτής πρόσβασης στις επιστημονικές δημοσιεύσεις. Την πρωτοβουλια για την ελεύθερη πρόσβαση στα δημοσιευμένα προϊόντα της επιστημονικής έρευνας (άρθρα, δεδομένα κλπ)  προωθούν πλέον ακαδημαϊκοί και ερευνητές , πανεπιστήμια (League of European Research Universites -LERU, Harvard), κυβερνήσεις (Μ. Βρετανία) και τώρα και η ΕΕ .
Βλέποντας τον κίνδυνο από τις πολιτικές αυτές οι εκδοτικοί οίκοι έχουν λανσάρει μιά νέα πρακτική: το κόστος δημοσίευσης (πρακτικά πλέον κόστος ανάρτησης στο διαδίκτυο !) να επωμίζεται ο συγγραφέας, το ίδρυμά του ή το κράτος. Το κόστος αυτό μπορεί ήδη να φθάνει σε πολλές εκατοντάδες έως και χιλιάδες δολλάρια ανά άρθρο.

Η στρατηγική αυτή αποκαλείται "Χρυσός δρόμος" και αντιπαρατίθεται στον "Πράσινο δρόμο" που προωθεί την ελεύθερη διαδικτυακη ανάρτηση ψηφιακών "αντιγράφων" ανεξαρτήτως άλλων μορφών δημοσίευσης. (βλ. LERU οπ. παρ.σ.σ. 6 και 9). Οι δύο εναλλακτικές αυτές μορφές ανοικτής πρόσβασης (α. χωρίς κόστος ούτε για τον συγγραφέα ούτε για τον αναγνώστη και β. χωρις κόστος για τον αναγνώστη αλλά με κόστος είτε για τον συγγραφέα είτε για τον οργανισμό στον οποίο ανήκει ή το κράτος) προσδιορίζονται στην διακήρυξη της Πρωτοβουλίας της Βουδαπέστης για την Ανοικτή Πρόσβαση (Budapest Open Access Initiative).

Το κόστος πρόσβασης στα δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά άρθρα, είτε αυτό πληρώνεται από τον αναγνώστη είτε από τον συγγραφέα είναι υπερβολικό εξοργίζοντας την ακαδημαϊκή κοινότητα. " Εμείς κάνουμε την έρευνα, γράφουμε τα άρθρα, αξιολογούμε άρθρα άλλων ερευνητών, μετέχουμε σε εκδοτικές επιτροπές και όλα αυτά δωρεάν ... και μετά αγοράζουμε τα αποτελέσματα της εργασίας μας σε εξωφρενικές τιμές» δήλωσε στον Guardian, ο διευθυντής της βιβλιοθήκης του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Ντάρντον.

Ακόμα περισσότερο θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψη ότι οι ερευνητές είναι στο σύνολό τους σχεδόν μέλη ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Άρα οι μισθοί των ερευνητών πληρώνονται από τον φορολογούμενο (πχ τον μεταπτυχιακό φοιτητή και την οικογένειά του) ο οποίος στην συνέχεια ως δυνητικος αναγνώστης - χρήστης  καλείται να πληρώσει ξανά για πρόσβαση στο προϊόν της έρευνάς τους. Και φυσικά τα χρήματα αυτά δεν τροφοδοτούν τη έρευνα αλλά ενισχύουν τα κέρδη των εξειδικευμένων εκδοτικών οίκων που σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα κινούται περί το 35% !

Το υψηλό κόστος πρόσβασης στα επιστημονικά άρθρα - προϊόντα της έρευνας αποτελεί εξ άλλου σημαντικό εμπόδιο στην διάχυση των ερευνητικών αποτελεσμάτων με αρνητικές επιπτώσεις στην πρόοδο της επιστήμης και την ανάπτυξη.

Το κόστος πρόσβασης στα δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά άρθρα, είτε αυτό πληρώνεται από τον αναγνώστη είτε από τον συγγραφέα είναι επίσης, στις σημερινές συνθήκες, περιττό. Η έντυπη μορφή διάχυσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων δικαιολογούσε ασφαλώς εκδοτικά κόστη.

Η ψηφιοποίηση όμως του έντυπου λόγου επιτρέπει σήμερα τη δημοσίευση και διακίνηση των επιστημονικών κειμένων πρακτικά χωρίς κόστος, δεδομένου ότι ούτε οι συγγραφείς ούτε οι αξιολογητές αμείβονται. Κατά συνέπεια δεν προκύπτει κανένας προφανής λόγος να δαπανώνται δημόσιοι, ιδιωτικοί και γενικώς κοινωνικοί πόροι για την δημοσίευση επιστημονικών εργασιών.

Η μόνη δυνατή λύση για να διατίθεται χωρίς επιπλέον κόστος προς όλη την κοινωνία το προϊόν της δημόσια χρηματοδοτούμενης επιστημονικής έρευνας είναι τα ελεύθερα ψηφιακά αποθετήρια. Τα αποθετήρια αυτά μπορούν να λειτουργούν ως πλατφόρμες δι-ιδρυματικής συνεργασίας (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, διεθνείς επιστημονικές ενώσεις κλπ).

Το κόστος λειτουργίας ενός τέτοιου αποθετηρίου είναι ιδιαίτερα χαμηλό. To Θεσμικό Ερευνητικό Αποθετήριο του Σαουθάμπτον (University of Southampton Institutional Research Repository) στοίχισε 13.000 ευρώ σε τεχνικό κόστος συν μισό ανθρωπομήνα σταθερό κόστος για τον Διαχειριστή Αποθετηρίου.Το κόστος αυτό θα μπορούσε να συμπιεσθεί ακόμη περισσότερο από την ενσωμάτωση των λειτουργιών αυτών στις υφιστάμενες ψηφιακές υποδομές των ιδρυμάτων και στο καθηκοντολόγιο της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Μέσα από την δι-ιδρυματική συνεργασία και εγγύηση θα διασφαλισθούν οι μηχανισμοί "αξιολόγησης από ομολόγους" (peer review) που σήμερα συντονίζουν μεν οι εκδοτικοί οίκοι αλλά πραγματοποιούνται αποκλειστικά από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η ακαδημαϊκή κοινότητα συνεπώς θα συνεχίσει να εγγυάται, χωρίς διαμεσολάβηση αυτή την φορά, την εγκυρότητα των επιστημονικών δημοσιευμάτων.

Τέλος, οι νέοι αυτοί μηχανισμοί θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν καινούργιες ιδέες και νέες τεχνολογίες αξιολόγησης. Ελεύθερης πρόσβασης αυτοματισμοί ψηφιακής αναζήτησης, ταξινόμησης και ποσοτικοποίησης διαδικτυακών δημοσιευμάτων και διαδικτυακών παραπομπών (π.χ. h-index [Hirsch index] σε Google Scholar) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και να υποκαταστήσουν τον impact factor του περιοδικού με τον impact factor του παραπέμποντος συγγραφέα: η κάθε παραπομπή /ετεροαναφορά π.χ. να σταθμίζεται με τον h-index του συγγραφέα που παραπέμπει.

*Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης, Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Ανώτατο Τεχνολογικό Ίδρυμα Καλαμάτας

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Ανοιχτή  πρόσκληση υποβολής προτάσεων
για το
2ο Συνέδριο Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών


Το Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής & Θεσμών, τού Παντείου Πανεπιστημίου και
το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΑΤΕΙ Καλαμάτας, διοργανώνουν από κοινού,
τον Δεκέμβριο του 2012, στην Αθήνα, το

2ο Συνέδριο Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών

με θέμα:

Συνέχειες και Ασυνέχειες στο Ελληνικό Κράτος, την Οικονομία, και την Κοινωνία: 1945-2012”
---
Η επιστροφή των πολιτικών επιστημόνων στη μελέτη των θεσμών, η λεγόμενη νεοθεσμική προσέγγιση, συνοδεύτηκε από μια μεγάλη ευρύτητα στις απόψεις και τις προσεγγίσεις για το τι είναι και πως λειτουργεί ένας (πολιτικός, κρατικός, κοινωνικός, οικονομικός) θεσμός, για το κατά πόσο θα πρέπει να αναζητούμε τη λογική του σε ενδογενή στοιχεία του (σχετική αυτονομία) ή σε εξωγενή (αν επηρεάζεται από κουλτούρες, νόρμες, παραδόσεις, προτιμήσεις κλπ) και σε ποια αναλογία κάθε φορά, και γιατί εντέλει είναι σημαντικό να τον μελετούμε.

Εκείνο που πάντως κανείς δεν αμφισβητεί είναι η ίδια η σημασία των θεσμών για την κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Άπαντες συμφωνούν δηλαδή ότι οι θεσμοί ρυθμίζουν, αν και σε κυμαινόμενο βαθμό ανάλογα με την ισχύ τους, τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, τους αποκλεισμούς/ενσωματώσεις των κοινωνικών δρώντων, ότι αποτελούν εντέλει τους μηχανισμούς που καθορίζουν το ρυθμό και το είδος των αλλαγών ή των αδρανειών. Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι η εκάστοτε προσπάθεια μεταρρύθμισης ενός θεσμού αποτελεί πάντοτε πεδίο κοινωνικής σύγκρουσης αφού αλλάζει υποχρεωτικά τους κανόνες του παιχνιδιού άρα και τις ισορροπίες ισχύος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών δρώντων.

Αλλά οι συγκρούσεις δεν συμβαίνουν στο κενό. Αυτός είναι και ο λόγος που απαιτείται πάντοτε μια ιστορικοποιημένη προσέγγιση των θεσμών, ώστε να αναδειχτεί το ειδικό βάρος της ιστορικής αδράνειας. Εξάλλου, έχει σωστά επισημανθεί ότι η ιστορική-θεσμική προσέγγιση είναι περισσότερο προετοιμασμένη μεθοδολογικά για να μελετήσει τις συνέχειες παρά τις τομές και τις ρήξεις.

Στη διάρκεια του περσινού, πρώτου μας συνεδρίου για τους «Θεσμούς στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αποτίμηση μιας αντιφατικής περιόδου» (Καλαμάτα, Νοέμβριος 2011) δόθηκε η δυνατότητα να διαπιστωθεί η επιμονή με την οποία διατηρούνται στη μεσαία διάρκεια ή επανέρχονται μέσα από μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις, ορισμένα ιστορικά φαινόμενα που σχετίζονται με πάγιες συλλογικές νοοτροπίες, κοινωνικές έξεις, πολιτικές πρακτικές κλπ. Συνηθίζουμε να προσεγγίζουμε τον ελληνικό 20ο αιώνα μέσα από μεγάλες τομές οι οποίες ακολουθούν σχεδόν πάντα τις οριοθετήσεις του βραχέος πολιτικού χρόνου: το 1909, το 1922, το 1941, το 1946, το 1967 ή το 1974. Όσο κι αν αυτή η συμβατική οργάνωση του ιστορικού χρόνου έχει τα πλεονεκτήματά της, θα ήταν εξίσου σκόπιμο να εξετάσουμε τις όποιες βαθύτερες συνέχειες μπορεί να παρατηρούνται στη λειτουργία των διαφόρων θεσμών ή στις νοοτροπίες που τους χαρακτηρίζουν, υπερβαίνοντας τις πιο επιφανειακές «τομές». Δεν πρόκειται για μια υπόρρητα συντηρητική προσέγγιση. Αντιθέτως, μόνο αν συνειδητοποιήσουμε τις ιστορικές εμμένειες ενός φαινομένου, είναι δυνατόν και να το διαχειριστούμε με καλύτερους όρους στο παρόν.
Η ιστορικοθεσμική προσέγγιση έχει ακόμη ένα πλεονέκτημα. Δεν ακυρώνει τον ανθρώπινο παράγοντα. Η εξέλιξη των κοινωνιών είναι συνέπεια της αλληλεπίδρασης δύο μεταβλητών της ιστορίας, δηλαδή της σχέσης της τυχαιότητας (αυτό που ονομάζουμε συγκυρίες) με την εμπρόθετη δράση των υποκειμένων. Tο πολιτισμικό και ανθρωπολογικό στοιχείο δεν διαμορφώνεται μόνο αυτό καθαυτό από το χρόνο αλλά δομεί και το ίδιο την ιστορική πραγματικότητα. Ειδάλλως, αν οι θεσμοί είχαν απόλυτη μεταμορφωτική δύναμη, η απλή μεταρρύθμισή τους θα αρκούσε για αλλάξει και τις νοοτροπίες. Η «συμπεριφορική επανάσταση» (R. Dahl, Who Governs?, 1961) που δανείστηκε από την κοινωνιολογία, την οικονομία, την ανθρωπολογία και την κοινωνική και γνωσιακή ψυχολογία για να μελετήσει τη σχέση ατομικής συμπεριφοράς και ιδρυμάτων/θεσμών, έχει καταλήξει ότι συχνά τα άτομα ξεπερνούν τους κανόνες χρησιμοποιώντας άτυπα δίκτυα με επιρροή. Κατ' επέκταση, έχει διαπιστωθεί, για παράδειγμα, ότι συχνά στην ελληνική περίπτωση, η μεταρρύθμιση υποτάσσεται στην υπάρχουσα κουλτούρα και είτε ανατρέπεται τελείως είτε εφαρμόζεται ελλειπτικά.

Εκκινώντας, λοιπόν από αυτή την προβληματική, η Οργανωτική & Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλλουν ηλεκτρονικά τον τίτλο τής πρότασής τους καθώς και μια περιγραφική της περίληψη στα ελληνικά, μέχρι 250 λέξεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: 2osynedriothesmon@gmail.com το αργότερο ως τις 15 Οκτωβρίου του 2012.

Θα ακολουθήσει η αξιολόγηση των κατατεθειμένων προτάσεων από την αρμόδια επιτροπή, και εν συνεχεία, ως τα τέλη Οκτωβρίου, θα αποσταλεί πληρέστερη ενημέρωση σε εκείνους των οποίων η πρόταση θα έχει περιληφθεί στο πρόγραμμα του συνεδρίου.

Τα πρακτικά του δεύτερου αυτού συνεδρίου,όπως άλλωστε και του πρώτου, θα εκδοθούν από τις εκδόσεις Παπαζήση, στη σειρά «Δημόσια Πολιτική & Θεσμοί».

-Τα θεματικά πεδία τού συνεδρίου έχουν ως εξής:

  • Πολιτικοί, διοικητικοί, αυτοδιοικητικοί και δικαστικοί θεσμοί,
  • Οικονομικοί και δημοσιονομικοί θεσμοί,
  • Θεσμικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά πεδίων πολιτικής (ενδεικτικά: εκπαίδευση, υγεία, εργασιακές σχέσεις, κοινωνική πολιτική, πολιτισμός, περιβάλλον κλπ),
  • Θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών (συνδικάτα, ΜΚΟ, κοινωνικά κινήματα κλπ).
Η Οργανωτική & Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου,

Νέδα Κανελλοπούλου, Λεωνίδας Παπακωνσταντινίδης, Αργύρης Πασσάς, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Αθανασία Τριανταφυλλοπούλου,
Θεόδωρος Τσέκος

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

In the lead up to the elections, Greek political parties have resorted to half-truths on Europe | EUROPP

¨Ενα κείμενο για τις αυριανές εκλογές στο EUROPP (European Politics and Policy) του LSE http://blogs.lse.ac.uk/europpblog/2012/06/16/greek-elections-party-rhetoric/#more-3772

In the lead up to the elections, Greek political parties have resorted to half-truths on Europe

This Sunday, Greece faces a key election. Dionyssis Dimitrakopoulos and Argyris Passas argue that in the lead up to the election, populist ‘patriotic’ parties have pursued a rhetorical strategy aimed at misleading voters about the real relationship between ‘national independence’ as they define it and membership of the Eurozone.
One of the outstanding features of the ongoing electoral campaign in Greece is the insistence of several political parties and politicians on the tactical use of half-truths in an effort to win votes. Despite valiant exceptions, their quasi-institutionalised propensity towards superficial and unsubstantiated discourse, often coupled with the constant reliance on the ‘wisdom’ of the leader/hegemon, leads them to the systematic use of slogans that end up misleading instead of enlightening their intended audience.
There are several examples – even now that the country’s membership of the Eurozone is at stake – but two stand out. The first is the proposal of the Independent Greeks – a nationalist/populist party that sprung out of Nea Dimokratia, the main party on the right of the political spectrum in Greece – to keep Greece in the Eurozone but also ‘retain national independence’. The second is the support of Nea Dimokratia and PASOK for the issuance of Eurobonds (of which there are more than one kind) while their leaders constantly refer to sovereignty, independence, self reliance, etc. One plausible explanation of these references is that Greek politicians are responding to the sense of humiliation (and anger) generated by various comments made by some European politicians against Greeks en bloc. However, there is a more plausible alternative explanation. These proposals are either half-truths or misleading slogans as long as they are not coupled with several necessary clarifications and details that also make a difference. What are these?

Credit: Odysseas Gp Creative Commons BY NC SA
A country’s membership of the European Union cannot in practice be combined with the retention of national sovereignty or independence as the latter is defined by the ‘patriotic’ populists. This is so because a core feature of the process of integration is the gradual sharing of competences (pooling as it is often called) with European institutions. These competences, at the same time, are exercised jointly (i.e. by EU institutions and the member states) on the basis of EU treaties. So, for example, the transition from the drachma to the Euro entailed (a) the abolition by Greece of the right to issue its own currency as well as (b) the direct participation in the management of the Euro, e.g. via the Greek finance minister’s, the prime minister’s and central bank governor’s membership of the Eurogroup, the European Council and the decision making bodies of the European Central Bank respectively, where decisions are made collectively.
Issuing Eurobonds cannot be reconciled with the ‘preservation of national independence’ (as the latter is defined by the ‘patriotic’ populists) because the relevant political decision – e.g. with regards to the timing and the terms of the loan – will be made collectively at the European level. It will not be made by individual, ‘independent’ states. Indeed, for this decision to be meaningful, it will be preceded not only by commitments regarding each participating state’s capacity to put its own house in order, but also by the creation of European mechanisms for the collective monitoring of their public finances. These commitments and mechanisms – that are already in the process of being created – though very few talk about them in Greece – will give meaning to Eurobonds in the sense that investors will be reasonably reassured that they will not lose their money, e.g. as a result of the propensity of many Greek politicians to clientelism. As a result of this reassurance, the cost of collective borrowing – which is what the Eurobonds are – will be lower.
As to why – even now – several leading Greek politicians resort to half truths, there are two possibilities, none of them flattering. Either they are unaware of the precise content or the implications of their proposals or they consciously prefer to mislead Greeks citizens. The second of these two options is simply unacceptable but the first is indicative of two broader patterns as exemplified by Nea Dimokratia and PASOK, the two parties that used to dominate the Greek party system.
Over time both parties have received very generous public funding in order to cover not only their operational costs but also specifically for training and educating their staff and political personnel. Both have engaged in such catastrophic mismanagement of these funds that they have ended up having combined debts in excess of €200 million, whilst also being deprived of a serious policy making capacity. So, if it is not the lack of funds, what is it?
Both parties have always been top-heavy and lacking in terms of a culture of internal democracy (even when they were lead by politicians who believed in it). Both parties have, over time, become mechanisms for vote collection, rather than arenas where alternative ideas are debated, policy proposals identified (with costs attached to them) and selected in the run up to elections where rational voters would choose from the menu of alternative options on offer. Central to the absence of a culture of internal democracy is the role of the party leader. Both parties have almost always been lead by a leaders who ran them via a small (or large) clique of people who had personal allegiance to him, or in a minority of cases, internal ‘opposition’ fizzled out as soon as party office or, more often, government posts were handed out to dissenters. As a result of this internal structure, the renewal of the political personnel is almost impossible if it is meant to go beyond the sphere of influence of the party leaders.